- σπούδα
- και ασπούδα, η, Ν(διαλ. τ.) βιασύνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπουδᾷ — σπουδάζω to be busy fut ind mid 2nd sg (epic) σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd sg (epic) σπουδή haste fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσας — σπουδά̱σᾱς , σπουδάζω to be busy fut part act fem acc pl (doric) σπουδά̱σᾱς , σπουδάζω to be busy fut part act fem gen sg (doric) σπουδάσᾱς , σπουδάζω to be busy aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδᾶς — σπουδᾶ̱ς , σπουδάζω to be busy fut ind act 2nd sg (doric) σπουδή haste fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάν — σπουδά̱ν , σπουδή haste fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάς — σπουδά̱ς , σπουδή haste fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσα — σπουδά̱σᾱ , σπουδάζω to be busy fut part act fem nom/voc/acc dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσαι — σπουδά̱σᾱͅ , σπουδάζω to be busy fut part act fem dat sg (doric) σπουδάζω to be busy aor inf act σπουδάσαῑ , σπουδάζω to be busy aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
ορδινιά — η (στον Ερωτόκρ.) 1. τάξη, ετοιμασία («με σπούδα μπαίνει σ ορδινιά», Ερωτόκρ.) 2. παραγγελία, εντολή («είχα μιαν ορδινιά παρμένη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ordo, inis «τάξη»] … Dictionary of Greek